
Μια πολύ σοβαρή σειρά ΕΦ
Τον Άλεξ Γκάρλαντ τον γνώρισα ως συγγραφέα του μυθιστορήματος “Η Παραλία“, που έγινε και ταινία από τον Ντάνι Μπόιλ. Στη συνέχεια, υπέγραψε και σενάρια, αρχικά συνεργαζόμενος με τον Μπόιλ και στη συνέχεια αποφάσισε να περάσει πίσω από την κάμερα γινόμενος σκηνοθέτης και μάλιστα με αξιοσημείωτη επιτυχία, αν κρίνουμε από τις ταινίες “Ex Machina” και “Annihilation“, τις οποίες σκηνοθέτησε, κινούμενος πάντα στο χώρο του φανταστικού. Τυπικά, λοιπόν, το “Devs” είναι η τρίτη του σκηνοθετική απόπειρα, η οποία έχει γυριστεί ως σειρά 8 επεισοδίων για την τηλεόραση.
Και αυτή η σειρά κινείται στο χώρο της ΕΦ. Σε ένα κοντινό μέλλον, η εταιρεία Amaya, η οποία ανήκει στον πάμπλουτο Φόρεστ, αναπτύσσει διάφορα προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης και άλλα εντυπωσιακά, αλλά η καρδιά της εταιρείας, είναι το πρόγραμμα “Devs”, όπου στρατολογούνται μόνο οι πιο ικανοί από τους υπαλλήλους της. “Devs”, μαθαίνουμε, σημαίνει “Developers”, θα μπορούσε όμως να σημαίνει και “Devils”, αν κρίνουμε από όσα διαδραματίζονται στην ταινία (θυμηθείτε αυτό το σχόλιο, όταν φτάσετε στο τελευταίο επεισόδιο και εκεί θα γίνει αντιληπτό και γιατί ο τίτλος της σειράς δεν έχει το άρθρο “the” μπροστά, όπως λανθασμένα πίστευα εγώ 😋)
Δεν θα μπω καθόλου σε λεπτομέρειες για την υπόθεση της σειράς, επειδή όλα είναι εν δυνάμει spoilers και για αυτό θα αρκεστώ να επισημάνω κάποιες από τις προβληματικές της σειράς. Κατά τη γνώμη μου, δύο είναι οι βασικές παράμετροι του έργου. Ο πρώτος, είναι η απεικόνιση της τεχνολογίας ως μιας νέας θρησκείας, εκεί όπου ο Φόρεστ είναι ο νέος Μεσσίας και οι εργαζόμενοι στο “Devs” οι απόστολοι της νέας εποχής. Αυτή η παράμετρος τονίζεται τόσο από το σενάριο της σειράς, όσο και από την εμφάνιση του Φόρεστ, που παραπέμπει σε έναν Χριστό του σήμερα, αλλά και από διάφορους συμβολισμούς (τα φωτοστέφανα πάνω στους πασσάλους) και από τη μουσική, που παραπέμπει σε ψαλμωδίες και ύμνους. Σε αντίθεση όμως με τον κανονικό Χριστό, ο Φόρεστ είναι ένας Μεσσίας, που αμφιβάλλει διαρκώς, που προσπαθεί με κάθε τρόπο να εξιλεωθεί για την προσωπική του τραγωδία, για την οποία θεωρεί υπεύθυνο τον εαυτό του. Επιδιώκει, λοιπόν, με τον αλγόριθμό του να αποδείξει ότι το σύμπαν είναι απολύτως αιτιοκρατικό και ότι η ελεύθερη βούληση δεν υπάρχει.
Η φιλοσοφική παράμετρος (αιτιοκρατία εναντίον ελεύθερης βούλησης) είναι σαφώς πιο δύσκολη και περίπλοκη στο χειρισμό της και είναι αυτή στην οποία επιμένει περισσότερο ο δημιουργός της σειράς. Είναι άραγε δυνατόν να είναι όλες οι πράξεις μας, ακόμη και οι σκέψεις μας προβλέψιμες; Είμαστε τόσο δέσμιοι ενός μηχανισμού, τον οποίον δεν τον συνειδητοποιούμε; Δεν έρχεται αυτό σε αντίθεση με όλες μας τις πεποιθήσεις, δεν μας αφαιρεί τη δυνατότητα επιλογών; Σε αυτά τα ερωτήματα, ο Γκάρλαντ φαίνεται να παίρνει μια σαφή θέση, η οποία θα γίνει κατανοητή κατά τη θέαση της σειράς, αν και αποφεύγει τις εύκολες απαντήσεις. Η έννοια όμως, του αναπόδραστου, ρίχνει βαριά τη σκιά της στο φινάλε της σειράς και αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να μας προβληματίσει.
Ο Γκάρλαντ σκηνοθετεί τη σειρά με έναν αργόσυρτο, σχεδόν υπνωτιστικό τρόπο. Δεν βιάζεται καθόλου – και σωστά – να αποκαλύψει διάφορα στοιχεία της πλοκής (μόλος στο 5ο και στο 6ο επεισόδιο μας δίνει πληροφορίες για το παρελθόν ορισμένων χαρακτήρων και για το σκοπό των Devs αντίστοιχα) και το κυριότερο, τα περισσότερα πλάνα είναι βουτηγμένα στο ημίφως, δείγμα ότι όλα αυτά διαδραματίζονται σε έναν άλλον κόσμο, μακριά από το φως του ήλιου. Στον κόσμο των Devs, το τεχνητό φως, αυτό που παρέχει ο Φόρεστ στην εταιρεία του, φωτίζει τους ανθρώπους και τα έργα του. Τα πλάνα είναι πάρα πολύ προσεγμένα και έχουν μια εσωτερική γεωμετρία, η οποία αποκαλύπτει αρκετά για τις σχέσεις των πρωταγωνιστών. Μου δόθηκε πάντως η εντύπωση, ότι ο Γκάρλαντ προσπαθεί να κάνει τη σειρά του να φαίνεται όσο πιο σοβαρή γίνεται, ίσως γιατί θεωρεί, ότι τα θέματα με τα οποία ασχολείται είναι αρκετά σοβαρά και δεν πρέπει να επιταχύνει την αφήγηση, γιατί αν το κάνει, ίσως δώσει μια λάθος εντύπωση. Μάλλον για αυτό η δράση είναι αργή και το χιούμορ σχεδόν ανύπαρκτο. Γενικά, πρόκειται για μια σειρά, η οποία πιθανόν να θέλει να προσεγγίσει ένα κοινό ευρύτερο από αυτό της κλασικής ΕΦ και η σοβαρότητα, που μεταφράζεται σε αυστηρότητα πάνω στα κινηματογραφικά μέσα (σκηνοθεσία, ερμηνείες, φωτογραφία, μουσική, μοντάζ) είναι ένας τρόπος για να το επιτύχει αυτό.
Για αυτό και στη σειρά υπάρχουν πάρα πολλές αναφορές, οι οποίες δεν είναι καθόλου ευδιάκριτες. Ο θεατής πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός και πολύ παρατηρητικός, έτσι ώστε να μπορέσει να τις διακρίνει και μετά, αν γίνεται, να τις αποκρυπτογραφήσει. Οι απαγγελίες κάποιων ποιημάτων, πάντως, προσδίδουν στο έργο μια λογοτεχνικότητα, που δεν είμαι σίγουρος, ότι χρειαζόταν. Θα ήθελα σε αυτό το σημείο να εξάρω και την πολύ καλή δουλειά, που έκανε ακριβώς σε αυτόν τον τομέα, ο Έλληνας υποτιτλιστής.
Παρόλα αυτά, πιστεύω, ότι στο τέλος κάπου η ιστορία ξέφυγε από τον Γκάρλαντ, ο οποίος δεν μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει κάποια πράγματα. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι η απόφαση αυτή είναι εσκεμμένη και δεν θα ενοχλήσει πολλούς, αλλά εξακολουθώ να έχω την αίσθηση, ότι τελικά ο χειρισμός του απαιτητικού υλικού ήταν δύσκολος, ακόμη και για αυτόν τον ικανότατο σκηνοθέτη.
Εξαιρετικές όλες οι ερμηνείες με προεξάρχουσα εκείνη του πράου και μειλίχιου Νίκ Όφερμαν στο ρόλο του Φόρεστ, που βγάζει μια βαθιά μελαγχολία, αλλά ταυτόχρονα και μια υπόγεια έπαρση. Η Σονόγια Μιτσούνο είναι αρκετά εκρηκτική και καταφέρνει να ισορροπήσει άνετα στο ρόλο μιας γυναίκας που αμφιταλαντεύεται ψάχνοντας να βρει την αλήθεια. Η Άλισον Πιλ είναι εξαιρετική, σιωπηλή, μυστηριώδης και απειλητική. Και οι υπόλοιποι όμως ηθοποιοί είναι υπέροχοι, αλλά θα ήθελα να αναφέρω τον Στίβεν ΜακΚίνλεϊ Χέντερσον, η υπέροχη φωνή του οποίου είναι από μόνη της ένα σπουδαίο εργαλείο για τη σειρά.
Άρθρα για τη σειρά μπορείτε να διαβάσετε (και κατά τη γνώμη μου, πρέπει να το κάνετε) εδώ, όπου ο φίλος Λάζαρος την αναλύει πολύ επιτυχημένα, και εδώ, όπου διατυπώνονται μεν κάποιες επιφυλάξεις, αλλά και πάλι ο απολογισμός είναι θετικός. Μια εξήγηση για κάποιες από τις αναφορές της σειράς, από τον ίδιο τον Γκάρλαντ εδώ και μια εξήγηση του φινάλε εδώ (τα δύο τελευταία στα αγγλικά και προφανέστατα πρέπει να διαβαστούν, αφού δει κάποιος τη σειρά).
Εξαιρετική η ανάλυσή σου, φυσικά, και μάλλον συμφωνώ σε όλα. Πλην όμως, κάτι που δεν μπορώ να εντοπίσω ακριβώς με κούρασε. Ϊσως μου φάνηκε και λίιιιγο δήθεν – δεν ξέρω. Πάντως αυτή η εσκεμμένη αργοπορία με έκανε και βαρέθηκα σε σημεία.
LikeLiked by 1 person
Ναι, συμφωνώ, το είχε το δήθεν σίγουρα
LikeLike
Αυτός ο μπαγάσας ο Garland κάνει ακριβώς τις ταινίες και σειρές που θέλω να βλέπω τόσο σε επίπεδο αισθητικής, όσο και σε θεματικών. Μέσα στην καρδιά μου τον έχω!
Το κείμενο εξαιρετικό όπως πάντα!
LikeLiked by 1 person
Έχεις απόλυτο δίκιο, Λάζαρε, αποδεικνύεται ικανός και ανήσυχος σκηνοθέτης. Σε ευχαριστώ και για το ωραίο σχόλιό σου 🙂
LikeLike