
Η άποψή μου για την ταινία “Φύγαμε!” (Jaddeh Khaki) του Πανάχ Παναχί
Μια οικογένεια βρίσκεται στο δρόμο προς ένα απροσδιόριστο μέρος. Η μητέρα, ο πατέρας (με το πόδι στο γύψο), ο βλοσυρός μεγάλος γιος και ο μικρός γιος, που είναι σωστό ζιζάνιο. Είναι όλοι τους μέσα σε ένα δανεικό αμάξι, χωρίς κινητά και φαίνονται όλοι θλιμμένοι, εκτός από τον πιτσιρικά, που δε χαμπαριάζει τίποτα. Ο λόγος του ταξιδιού και της θλίψης είναι, ότι ο μεγάλος γιος αποφάσισε να φύγει από τη χώρα λαθραία και η οικογένεια κατευθύνεται στο σημείο, όπου θα τον αναλάβουν οι διακινητές.
Ο Πανάχ Παναχί είναι γιος του διάσημου σκηνοθέτη Τζαφάρ Παναχί, ο οποίος ζει υπό περιορισμό στο Ιράν, χωρίς τυπικά να του επιτρέπεται να γυρίζει ταινίες και αυτή η ταινία φαίνεται να είναι μια αλληγορία για μια χώρα, η οποία τρώει τις σάρκες της. Δεν είναι τυχαίο, ότι ο πατέρας έχει το πόδι στο γύψο, καθώς αυτό λειτουργεί ως σύμβολο μιας αρτηριοσκληρωτικής νοοτροπίας, ούτε φυσικά μας εκπλήσσει, ότι δεν βλέπει με καθόλου καλό μάτι την αναγκαστική φυγή του γιου του. Αντίθετα, η μητέρα, προσπαθεί να κρύψει τη θλίψη της και να ψυχαγωγήσει την οικογένεια, χωρίς να μπορεί να πείσει, ούτε τον εαυτό της. Και βέβαια, ο μελλοντικός φυγάς μιλάει ελάχιστα, γιατί πλέον δεν έχει πολλά να πει. Μια ολόκληρη χώρα διώχνει τα παιδιά της, επειδή το καθεστώς είναι απολύτως καταπιεστικό, κάτι που μόνο ο μικρός γιος δεν έχει συνειδητοποιήσει μέσα στην παιδική του αφέλεια.
Στη διάρκεια του ταξιδιού, η οικογένεια θα κάνει μια στάση, για να αγοράσει μια προβιά, η οποία προφανώς θα χρησιμεύσει ως καμουφλάζ για το νεαρό. Μάλιστα, το έθιμο ορίζει, ότι αυτοί θα επιλέξουν την προβιά του επόμενου, όπως και ο προηγούμενος από αυτούς επέλεξε τη δική τους. Η αλυσίδα της φυγής μοιάζει να μην έχει τέλος, αφού σίγουρα θα υπάρξει ένας επόμενος, που θα θελήσει να φύγει.
Όσο η δράση περιορίζεται κυρίως μέσα στο όχημα, ο υιός Παναχί βρίσκεται πολύ κοντά στους ήρωές του και παρακολουθεί τις αντιδράσεις τους, καθώς εκείνοι προσπαθούν να συνειδητοποιήσουν το αναπόφευκτο της φυγής. Μετά τη μέση της ταινίας, η οικογένεια βρίσκεται σε ανοιχτό χώρο και όταν φτάνει η ώρα των τελεσίδικων αποφάσεων, η κάμερα απομακρύνεται όσο γίνεται περισσότερο, έτσι ώστε να μη μας δώσει την ευκαιρία να παρατηρήσουμε τα πρόσωπα από κοντά, επειδή δεν θέλει να εκβιάσει τα συναισθήματά μας, ούτε να μας δώσει την ευκαιρία να ταυτιστούμε μαζί τους. Μαζί με εμάς, απομακρύνεται και ο μικρός, τον οποίον η οικογένεια δένει σε ένα δέντρο, σαν να είναι ζώο (συγκλονιστικό εύρημα!), προφανώς, για να μη χαλάσει τα σχέδια των υπολοίπων. Είναι σε αυτό το τελευταίο μέρος, όπου η ταινία, η οποία μέχρι τότε φαινόταν ρεαλιστική και σχεδόν συμβατική, απογειώνεται και αποκτά μια σχεδόν μεταφυσική αύρα, με το συννεφιασμένο και ορεινό τοπίο να ανακλά τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών. Εκεί, οι άνθρωποι φαίνονται πολύ μικροί και γίνονται σύμβολα εκατοντάδων, ίσως χιλιάδων άλλων ανθρώπων, που βρέθηκαν σε παρόμοια κατάσταση.
Το τέλος της ταινίας θα βρει τα τρία εναπομείναντα μέλη της οικογένειας να απευθύνονται σε εμάς, τους θεατές και να τραγουδάνε ένα θλιβερό τραγούδι, αλλά μέσα σε αυτή τη θλίψη, ίσως να υπάρχει η αισιοδοξία για μια καινούρια αρχή. Τώρα, ακόμη και ο μικρός γιος έχει καταλάβει τι έχει γίνει. Μακάρι αυτός, ο οποίος θα λάβει προσεχώς τη σκυτάλη της ζωής, να μπορέσει να δώσει μια λύση στο δράμα της χώρας του.
Βαθμολογία: 70/100