
Η άποψή μου για την ταινία “Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου” (All the President’s Men) του Άλαν Τζέι Πακούλα
“All the king’s horses and all the king’s men / Couldn’t put Humpty together again”. Αυτοί είναι οι στίχοι από ένα παιδικό νανούρισμα, το οποίο χρησιμοποιήθηκε καταρχάς στο βιβλίο του Ρόμπερτ Πεν Γουόρεν “Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά”, που έκανε ταινία ο σπουδαίος Ρόμπερτ Ρόσεν (διαβάστε και εδώ). Οι δημοσιογράφοι Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπέρνστιν παράλλαξαν τον πρώτο στίχο και τον χρησιμοποίησαν ως τίτλο στο βιβλίο που συνέγραψαν, έτσι ώστε να αναφέρεται στον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον, που είχε εμπλακεί στο περιβόητο σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ.
Η θρυλική πλέον ταινία του Άλαν Τζέι Πακούλα (και όχι “Πάκουλα”, όπως λανθασμένα τον προφέραμε εδώ και χρόνια), βασισμένη στο βιβλίο των δύο δημοσιογράφων, είναι ίσως η πιο διάσημη και η καλύτερη ταινία, που σχετίζεται με την ερευνητική δημοσιογραφία. Παρακολουθώντας την ταινία ξανά, μισό σχεδόν αιώνα μετά την παραγωγή της, δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει το ζήλο και τον κόπο των δημοσιογράφων, οι οποίοι προσπαθούσαν να διασταυρώσουν κάθε πληροφορία, έτσι ώστε να αποκαλύψουν την αλήθεια, μια πρακτική, που σήμερα, στην εποχή των ψευδών ειδήσεων, φαντάζει τόσο αδιανόητη. Η ταινία είναι ένας ύμνος στους μαχόμενους δημοσιογράφους, σε μια εποχή, που η λέξη “δημοσιογράφος” ήταν ενοχλητική για την εξουσία, κάτι που σήμερα ακούγεται σαν κακό ανέκδοτο…
Φυσικά, η ταινία διαπνέεται από το φιλελεύθερο πνεύμα της Αμερικής ούσα μια ελεγεία στο ανεξάρτητο, ατομικό πνεύμα και στην πίστη, ότι οι έντιμοι άνθρωποι μπορούν να βάλουν φρένο στις αυθαιρεσίες της εξουσίας, μια αντίληψη, η οποία σήμερα φαντάζει πολύ πιο ρομαντική, ίσως και ουτοπική και προφανώς, όχι άδικα…
Τελικά, η σχεδόν αριστουργηματική ταινία του Πακούλα έχει αντέξει στο χρόνο, όχι μόνο επειδή απεικονίζει μια εποχή, που πολύ φοβάμαι, ότι έχει παρέλθει, ανεπιστρεπτί ίσως, ούτε επειδή αποπνέει αυτό το ρομαντισμό, αλλά κυρίως επειδή είναι άψογα σκηνοθετημένη και γραμμένη. Το εξαιρετικό σενάριο του Γουίλιαμ Γκόλντμαν, που τιμήθηκε με Όσκαρ, δεν αφήνει κανένα περιθώριο για συναισθηματισμούς ή ανούσια ψυχολογία: δεν μαθαίνουμε τίποτα παραπάνω για τους δύο δημοσιογράφους από τα εντελώς απαραίτητα και μόνο σε μια σκηνή αποκαλύπτεται, ότι και ο Γούντγουορντ αυτοπροσδιορίζεται ως ρεπουμπλικανός, κάτι, που δεν τον εμποδίζει να αναζητά την αλήθεια, η οποία θα αναγκάσει τελικά τον Νίξον να παραιτηθεί.
Οι ερμηνείες όλων των ηθοποιών είναι εξαιρετικές και αν και την ταινία τη σηκώνουν κυρίως οι πρωταγωνιστές της, Ρόμπερτ Ρέντφορντ και Ντάστιν Χόφμαν, ας μην ξεχνάμε τον πάντα απολαυστικό Τζέισον Ρόμπαρντς, που κέρδισε το πρώτο από τα δύο Όσκαρ του για Β΄ Ανδρικό Ρόλο, για αυτήν ακριβώς την ταινία, αλλά και την εξαιρετική Τζέιν Αλεξάντερ στο σχετικά σύντομο ρόλο της.
Τελικά, όμως, όπως πάντα, είναι η σκηνοθεσία, που κάνει τη διαφορά. Ο Πακούλα κινηματογραφεί σε φυσικούς χώρους και σχεδόν πάντα με την κάμερα σε απόσταση, έτσι ώστε οι δυο δημοσιογράφοι να φαίνονται ως μέρη ενός συνόλου. Οι εξωτερικοί χώροι είναι σκοτεινοί και απειλητικοί (σπουδαία η δουλειά του κορυφαίου διευθυντή φωτογραφίας Γκόρντον Γουίλις), για να υπογραμμιστεί η αίσθηση απειλής, που κυριαρχεί σχεδόν σε όλη την ταινία. Σε δύο κομβικές σκηνές, μια στη βιβλιοθήκη του Κονγκρέσου και μια, όταν οι δύο δημοσιογράφοι βρίσκονται μέσα στο αυτοκίνητο, ο Πακούλα ανεβάζει την κάμερα πολύ ψηλά, επειδή θέλει να μας δείξει τον κυκεώνα των πληροφοριών, που έχουν να αντιμετωπίσουν οι δύο δημοσιογράφοι στην πρώτη περίπτωση και την αναζήτηση των κατάλληλων ανθρώπων, που θα δώσουν πληροφορίες στη δεύτερη. Αλλά υπάρχουν και πολλές λεπτομέρειες στην ταινία, που επίσης δείχνουν τη σκηνοθετική οξυδέρκεια του Πακούλα, όπως για παράδειγμα, η σκηνή, όπου οι δύο δημοσιογράφοι πηγαίνουν στο σπίτι του αρχισυντάκτη της Washington Post, για να τον προειδοποιήσουν, ότι υπάρχουν κοριοί στα σπίτια τους και εκείνος βγαίνει από το σπίτι του, το οποίο είναι βυθισμένο στο σκοτάδι, αντίθετα από ό,τι θα περίμενε κανείς, μια νύξη, ότι όντως παρακολουθείται και ότι κανένας δεν είναι ασφαλής. Και ακόμα, υπάρχει η σκηνή, στην οποία οι Γούντγουορντ και Μπέρνστιν συζητούν με τον ταμία της επιτροπής. Ο Πακούλα την κινηματογραφεί σε αντικριστά πλάνα και βλέπουμε πίσω από τον ταμία το κάτω μέρος ενός πίνακα, ενώ πάνω από τους δημοσιογράφους και μέσα σε έναν καθρέφτη βλέπουμε το πάνω μέρος του, πιθανόν ένα σύμβολο της θρυμματισμένης αλήθειας, την οποίαν πρέπει να ανασυνθέσουν οι δημοσιογράφοι.
Επιπλέον, οι σκηνές μέσα στην εφημερίδα είναι άψογα σκηνοθετημένες, αφού ακούμε διαρκώς το θόρυβο των γραφομηχανών (ένα ακόμη Όσκαρ για την ταινία, αυτό της ηχοληψίας, το τέταρτο ήταν για την καλλιτεχνική διεύθυνση) και βλέπουμε όλο το μικρόκοσμο σε δράση, μια ομάδα ανθρώπων, που εργάζεται αδιάκοπα, μέσα σε στενά γραφεία, που μοιάζουν με κυψέλες, καθώς το δημοσιογραφικό δίδυμο δεν σταματά να τηλεφωνεί, να γράφει και να συζητά, ακόμη και όταν ο γύρω κόσμος εξελίσσεται με άλλους ρυθμούς. Η τελική σκηνή τους δείχνει να γράφουν μανιωδώς, τη στιγμή, που η τηλεόραση προβάλλει πλάνα από την ορκωμοσία του Νίξον. Η εικόνα, όμως, είναι πλασματική, τα άρθρα είναι τελικά, αυτά που θα υποχρεώσουν το Νίξον σε παραίτηση, για αυτό και η ταινία ανοίγει και κλείνει με μια γραφομηχανή να πληκτρολογεί σε ένα φύλλο χαρτιού, μια υπενθύμιση, ότι μια εφημερίδα έκανε όλες τις αποκαλύψεις.
Κλείνοντας, σας προτρέπω να διαβάσετε δύο εξαιρετικά άρθρα στα ελληνικά, το πρώτο από το news247.gr για την ιστορία του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ και τη γενικότερη πολιτική πορεία του Νίξον και το δεύτερο από το efsyn.gr για τη μετέπειτα δημοσιογραφική καριέρα των Γούντγουορντ και Μπέρνστιν.
Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: ο Φρανκ Γουίλις, ο νυχτοφύλακας, που πρώτος ανακάλυψε ότι είχε γίνει διάρρηξη στο κτήριο Γουότεργκεϊτ, υποδύεται στην ταινία τον εαυτό του. Δυστυχώς, αυτό δεν τον βοήθησε καθόλου, αφού πέρασε όλη τη μετέπειτα ζωή του στη φτώχεια (δείτε το λινκ).
Βαθμολογία: 90/100
Τρέιλερ (στα αγγλικά)