
Η άποψή μου για την ταινία “Vortex” του Γκασπάρ Νοέ
Κι όμως, η νέα ταινία του αρχιπροβοκάτορα Γκασπάρ Νοέ όχι μόνο δεν είναι προκλητική, αλλά αντίθετα προσπαθεί να γίνει βαθιά ανθρώπινη και μάλιστα το καταφέρνει έως ένα σημείο. Αφηγείται την ιστορία ενός ηλικιωμένου ζευγαριού (ο σκηνοθέτης Ντάριο Αρτζέντο και η εξαιρετική) Φρανσουάζ Λεμπρούν, όπου η γυναίκα πάσχει από άνοια, Το ζευγάρι κατοικεί μόνο του και μόνο ο γιος τους, τέως χρήστης ναρκωτικών, τους επισκέπτεται, κάποιες φορές μαζί με το δικό του γιο, που είναι μικρός. Προσπαθεί να τους πείσει να μπουν σε ένα γηροκομείο, αλλά εκείνοι (βασικά ο άντρας) αρνούνται πεισματικά. Και αναπόφευκτα, η ζωή θα εξελιχθεί με τον αναμενόμενο τρόπο.
Αυτή τη θλιβερή ιστορία ενός ζευγαριού, που αγαπιέται ακόμη, αλλά η αγάπη του δεν αρκεί για να το προστατεύσει από το θάνατο, φέρνει στο μυαλό την “Αγάπη” του Χάνεκε, αλλά η σκηνοθετική προσέγγιση και η άποψη του Νοέ, είναι εντελώς διαφορετικές. Ο σκηνοθέτης χωρίζει την οθόνη σε δύο μέρη, όπου το ένα παρακολουθεί τη γυναίκα και το άλλο τον άντρα και ορισμένες φορές ένα από τα δύο παρακολουθεί το γιο. Η κάμερα μένει ακίνητη ή παρακολουθεί τους χαρακτήρες χωρίς να αλλάζει το πλάνο και κάθε φορά που συμβαίνει αυτό, βλέπουμε για μισό δευτερόλεπτο την εικόνα να μαυρίζει. Είναι σαν κάποιος να παρακολουθεί το ζευγάρι και να μας δείχνει το σχίσμα, που υπάρχει ανάμεσά τους: η γυναίκα κάποιες φορές είναι χαμένη στον κόσμο της και κάνει άσκοπα ή και ορισμένες φορές επικίνδυνα πράγματα, ενώ ο άντρας προσπαθεί να γράψει ένα βιβλίο και να επικοινωνήσει με μια γυναίκα, με την οποία προφανώς είχε μια σχέση, αλλά και να προστατεύσει τη σύζυγό του από τις συνέπειες των πράξεών της. Τίποτα όμως δεν μπορεί να αποτρέψει τη φθορά και το θάνατο. Ο Νοέ τα παρακολουθεί και τα καταγράφει όλα αυτά από κάποια απόσταση και χωρίς συναισθηματισμούς, μια επιλογή, η οποία ίσως δεν βρει τους πάντες σύμφωνους.
Η αφήγηση είναι λεπτομερής και σχεδόν εξαντλητική ορισμένες φορές, αφού σκοπός του Νοέ είναι να βάλει τους θεατές στη θέση αυτών των ανθρώπων και ιδίως στη θέση της γυναίκας, η οποία κάποιες φορές περιφέρεται άσκοπα, χωρίς να καταλαβαίνει τι γίνεται γύρω της. Η μεγάλη διάρκεια της ταινίας (145 λεπτά), πιστεύω ότι δεν βοηθά, αν και παραδέχομαι, ότι πετυχαίνει το σκοπό της, δηλαδή να μας κάνει να αισθανθούμε άβολα και ίσως να ταυτιστούμε εν μέρει με δύο ανθρώπους, οι οποίοι αντιμετωπίζουν τη φθορά του χρόνου με έναν τρόπο αβάσταχτο. Οπωσδήποτε, πάντως, είναι μια βαθιά μελαγχολική ταινία, χρειάζεται όμως την εκ των προτέρων συναισθηματική εμπλοκή των θεατών, για να λειτουργήσει.
Βαθμολογία: 55/100
Τρέιλερ